συνοικοδεσπότης

συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσπότης
joint lord of the house
masc nom sg
συνοικοδεσποτέω
joint lord of the house
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνοικοδεσπότης — ὁ, Α αστρολ. (για πλανήτη) αυτός που είναι κάτοχος τού οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκοδεσπότης «ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο»] …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσπότου — συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικοδεσπότας — συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc acc pl συνοικοδεσπότᾱς , συνοικοδεσπότης joint lord of the house masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτία — ἡ, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή τού ίδιου οίκου, τής ίδιας θέσης τού ζωδιακού κύκλου …   Dictionary of Greek

  • συνοικοδεσποτώ — έω, Α [συνοικοδεσπότης] (αοτρολ.) (για πλανήτη) είμαι κάτοχος οίκου, θέσης τού ζωδιακού κύκλου, μαζί με άλλον πλανήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”